- ελεφάντειος
- -ο (ΑΜ ἐλεφάντειος, -ον)1. ο κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ελέφανταμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλεφάντειονελεφαντόδοντο, φίλντισι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεφάντειον — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem acc sg ἐλεφάντειος of an elephant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντείοις — ἐλεφάντειος of an elephant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)